- πεφυκότως
- Αεπίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, -ότος τού φύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεφυκότως — πεφῡκότως , πεφυκότως naturally indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)